- νεοθήρευτος
- νεο-θήρευτος, ον, = foreg.,A
ἰχθύς Zen.2.14
, cf. Aët.12.67.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰχθύς Zen.2.14
, cf. Aët.12.67.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοθήρευτος — ον (Α) νεοθήρατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θήρευτος (< θηρεύω), πρβλ. αυτο θήρευτος] … Dictionary of Greek
νεοθηρεύτους — νεοθήρευτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοθηρεύτων — νεοθήρευτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεόθηρος — νεόθηρος, ον (Α) 1. νεοθήρευτος* 2. αυτός που προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θηρος (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. πολύ θηρος] … Dictionary of Greek